αἰσχρολογεῖ

αἰσχρολογεῖ
αἰσχρολογέω
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
αἰσχρολογέω
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰσχρολόγει — αἰσχρολογέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) αἰσχρολογέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρομόγλωσσα — η 1. γλώσσα που αισχρολογεί 2. (για άνθρωπο) αισχρολόγος, συκοφάντης …   Dictionary of Greek

  • αισχρολογώ — ησα, μεταχειρίζομαι αισχρολογίες: Είχε την κακή συνήθεια να αισχρολογεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”